στρατιωτάκι

στρατιωτάκι
το, Ν [στρατιώτης]
υποκορ.
1. θωπευτικό τού στρατιώτης
2. (κυρίως στον πληθ.) τα στρατιωτάκια
α) είδος ομαδικού παιδικού παιχνιδιού
β) πιόνια σε επιτραπέζια παιχνίδια.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”